a posteriori (κατά λέξη ερμηνεία: εκ των υστέρων).
Ιδιότητα γνωστικών στοιχείων που δεν προϋπάρχουν στην ανθρώπινη νόηση, αλλά προέρχονται από την εμπειρικά προσιτή πραγματικότητα.
Ο όρος χρησιμοποιείται ως επίθετο (έννοια a posteriori) και ως επίρρημα (γνωρίζω κάτι α posteriori).
Το υλικό που ο κόσμος της εμπειρίας προσφέρει μέσω των αισθήσεων είναι γνωστικό στοιχείο a posteriori.
Γνώσεις a posteriori είναι “οι εμπειρικές γνώσεις ή οι γνώσεις που είναι δυνατές […] μόνο με την εμπειρία” (Καντ).
Ο όρος a posteriori χρησιμοποιείται και για τον προσδιορισμό προτάσεων η αλήθεια των οποίων γίνεται γνωστή μόνο μέσω της εμπειρίας.